φατριάζω — φατριάζω, φατρίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φατριάζω — φατρίασα, αμτβ., εργάζομαι για τα συμφέροντα της φατρίας (βλ. λ.) όπου ανήκω, κομματίζομαι, μεροληπτώ απροκάλυπτα: Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πρέπει να φατριάζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φατριασμός — ο, ΝΜ, και φρατριασμός Μ [φατριάζω / φρατριάζω] συνωμοσία νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φατριάζω, στάση και δράση για τα συμφέροντα τής φατρίας 2. δράση υπέρ ενός κόμματος, με υπέρβαση τών ορίων τής νομιμότητας και τής ευπρέπειας … Dictionary of Greek
αφατρίαστος — η, ο αυτός που δεν ανήκει σε φατρία ή σε κόμμα, αυτός που δεν εξυπηρετεί κομματικά συμφέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φατριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Αθ. X. Ροντήρη] … Dictionary of Greek
συμφατριάζω — Μ μετέχω κι εγώ σε φατρία, κάνω κι εγώ φατριαστικές ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φατριάζω (< φατρία)] … Dictionary of Greek
συμφατριαστής — ὁ, Α αυτός που ανήκει στην ίδια φατρία με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φατριάζω + κατάλ. τής] … Dictionary of Greek
φατριαστής — ο, ΝΜΑ, και φρατριαστής ΜΑ [φατριάζω / φρατριάζω] άτομο που φατριάζει μσν. συνωμότης … Dictionary of Greek
φρατρίζω — Α [φρατρία] φατριάζω* … Dictionary of Greek
φρατριάζω — ΜΑ βλ. φατριάζω … Dictionary of Greek