φατριάζω

φατριάζω
ΝΜΑ, και φρατριάζω ΜΑ [φατρία / φρατρία]
νεοελλ.
1. ενεργώ ως φατριαστής, δρω για τα συμφέροντα τής φατρίας στην οποία ανήκω
2. δρω υπέρ τού κόμματος στο οποίο ανήκω υπερβαίνοντας τα όρια τής νομιμότητας και τής ευπρέπειας
μσν.-αρχ.
συνωμοτώ
αρχ.
ανήκω στην ίδια φατρία με κάποιον άλλον («μεθ' ὧν... ἐφρατρίαζε καὶ αὐτός», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φατριάζω — φατριάζω, φατρίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φατριάζω — φατρίασα, αμτβ., εργάζομαι για τα συμφέροντα της φατρίας (βλ. λ.) όπου ανήκω, κομματίζομαι, μεροληπτώ απροκάλυπτα: Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πρέπει να φατριάζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φατριασμός — ο, ΝΜ, και φρατριασμός Μ [φατριάζω / φρατριάζω] συνωμοσία νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φατριάζω, στάση και δράση για τα συμφέροντα τής φατρίας 2. δράση υπέρ ενός κόμματος, με υπέρβαση τών ορίων τής νομιμότητας και τής ευπρέπειας …   Dictionary of Greek

  • αφατρίαστος — η, ο αυτός που δεν ανήκει σε φατρία ή σε κόμμα, αυτός που δεν εξυπηρετεί κομματικά συμφέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φατριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Αθ. X. Ροντήρη] …   Dictionary of Greek

  • συμφατριάζω — Μ μετέχω κι εγώ σε φατρία, κάνω κι εγώ φατριαστικές ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φατριάζω (< φατρία)] …   Dictionary of Greek

  • συμφατριαστής — ὁ, Α αυτός που ανήκει στην ίδια φατρία με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φατριάζω + κατάλ. τής] …   Dictionary of Greek

  • φατριαστής — ο, ΝΜΑ, και φρατριαστής ΜΑ [φατριάζω / φρατριάζω] άτομο που φατριάζει μσν. συνωμότης …   Dictionary of Greek

  • φρατρίζω — Α [φρατρία] φατριάζω* …   Dictionary of Greek

  • φρατριάζω — ΜΑ βλ. φατριάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”